ξετραχηλισμένος

ξετραχηλισμένος
η , ο декольтированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξετραχηλισμένος" в других словарях:

  • ξετραχηλίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. για ρούχο, κόβω το ύφασμα, ώστε να σχηματιστεί ο λαιμός του ρούχου. 2. μέσ., ξετραχηλίζομαι αφήνω ακάλυπτο, ανοιχτό τον τράχηλό μου: Δεν πρέπει να βγαίνεις έξω ξετραχηλισμένη. 3. το μέσ., μτφ. είμαι αδιάντροπος, ξετσίπωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»